κοσμοπληθεῖ

κοσμοπληθεῖ
κοσμοπληθής
filling the world
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)
κοσμοπληθής
filling the world
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοσμοπληθής — κοσμοπληθής, ές (Α) αυτός που γεμίζει όλο τον κόσμο («ἐν τῷ κοσμοπληθεῑ κατακλυσμῷ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πληθής (< πλῆθος), πρβλ. θυμο πληθής, οινο πληθής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”